Συμπιεστής στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συμπιεστής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compressor, compressor de, do compressor, compressores, de compressor
Συμπιεστής στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπιεστής

συμπιεστής ψυγείου, συμπιεστής a c αυτοκινητων, συμπιεστής απορριμμάτων, συμπιεστής κλιματιστικού, συμπιεστήσ ελατηρίων αμορτισέρ, συμπιεστής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμπιεστής στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συμπεριφορά στα πορτογαλικά - conduzir, governar, comportamento, dirigir, procedimento, postura, guiar, ...
  • συμπιέζω στα πορτογαλικά - comprimir, compressa, compactar, compressão, comprima, comprimem
  • συμπλέκομαι στα πορτογαλικά - escaramuça, scrimmage, de scrimmage, da scrimmage, tumulto
  • συμπλήρωμα στα πορτογαλικά - complementar, anexo, acessório, secundário, suplemento, complemento, suplemento de, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπιεστής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: compressor, compressor de, do compressor, compressores, de compressor