Συμπιεστής στα λευκορωσικά
Μετάφραση: συμπιεστής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кампрэсар
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπιεστής
συμπιεστής ψυγείου, συμπιεστής a c αυτοκινητων, συμπιεστής απορριμμάτων, συμπιεστής κλιματιστικού, συμπιεστήσ ελατηρίων αμορτισέρ, συμπιεστής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συμπιεστής στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- συμπεριφορά στα λευκορωσικά - паводзіны
- συμπιέζω στα λευκορωσικά - сціскаць, кампрэсію, сьціскаць
- συμπλέκομαι στα λευκορωσικά - бойка
- συμπλήρωμα στα λευκορωσικά - дадатак, дапаўненне
Τυχαίες λέξεις
Συμπιεστής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кампрэсар
Μεταφράσεις: кампрэсар