Συμπιεστής στα ρωσικά
Μετάφραση: συμπιεστής, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
компрессор, компрессора, компрессорное, компрессором, компрессоров
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπιεστής
συμπιεστής ψυγείου, συμπιεστής a c αυτοκινητων, συμπιεστής απορριμμάτων, συμπιεστής κλιματιστικού, συμπιεστήσ ελατηρίων αμορτισέρ, συμπιεστής λεξικό γλώσσας ρωσικά, συμπιεστής στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- συμπεριφορά στα ρωσικά - проводы, вести, поведение, водить, проводить, руководство, осанка, ...
- συμπιέζω στα ρωσικά - компресс, нагнести, сжать, стискивать, стеснять, сжимать, нагнетать, ...
- συμπλέκομαι στα ρωσικά - скандал, ссориться, набуянить, журчание, буянить, журчать, драка, ...
- συμπλήρωμα στα ρωσικά - дополнять, приложение, придать, дополнение, прибавить, помощник, добавление, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπιεστής στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: компрессор, компрессора, компрессорное, компрессором, компрессоров
Μεταφράσεις: компрессор, компрессора, компрессорное, компрессором, компрессоров