Συμπιεστής στα ουκρανικά

Μετάφραση: συμπιεστής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
компресор, компрессор
Συμπιεστής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπιεστής

συμπιεστής ψυγείου, συμπιεστής a c αυτοκινητων, συμπιεστής απορριμμάτων, συμπιεστής κλιματιστικού, συμπιεστήσ ελατηρίων αμορτισέρ, συμπιεστής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπιεστής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συμπεριφορά στα ουκρανικά - вести, поводження, відношення, поза, провадження, поведінка, водити, ...
  • συμπιέζω στα ουκρανικά - стискування, стискувати, стиснути, стискати, стискає
  • συμπλέκομαι στα ουκρανικά - скандальте, дзюрчати, бійка, драка
  • συμπλήρωμα στα ουκρανικά - ад'юнкт, додавати, комплект, доповнювати, додаток, прикладення, доповнити, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπιεστής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: компресор, компрессор