Ράσπα στα λετονικά
Μετάφραση: ράσπα, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čīgāt, vīlēt, kasīt, skrāpvīle, kaitināt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράσπα
ράσπα ξύλου, ράσπα ποδιών, ράσπα pedicure, ράσπα λεξικό γλώσσας λετονικά, ράσπα στα λετονικά
Μεταφράσεις
- ράπτης στα λετονικά - drēbnieks, pielāgotu, individuāli, pielāgoti, pasūtījuma
- ράσο στα λετονικά - garīdznieks, sutana, garīdznieka virstērps
- ράτσα στα λετονικά - izcelsme, senči, suga, rase, cilts, šķirne, izcelšanās, ...
- ράφι στα λετονικά - plaukts, plaukts Pieejamība, glabāšanas, plauktu, plaukta
Τυχαίες λέξεις
Ράσπα στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: čīgāt, vīlēt, kasīt, skrāpvīle, kaitināt
Μεταφράσεις: čīgāt, vīlēt, kasīt, skrāpvīle, kaitināt