Ράσπα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ράσπα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rasp, raspen, schraper, gekras
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράσπα
ράσπα ξύλου, ράσπα ποδιών, ράσπα pedicure, ράσπα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ράσπα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ράπτης στα ολλανδικά - tailleur, kleermaker, maat, op maat, tailor, maatwerk
- ράσο στα ολλανδικά - soutane, toog, cassock, pij, kazuifel
- ράτσα στα ολλανδικά - geboorte, stam, fokken, opkweken, afkomst, opfokken, telen, ...
- ράφι στα ολλανδικά - rek, plank, schap, plat, shelf, legbord
Τυχαίες λέξεις
Ράσπα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rasp, raspen, schraper, gekras
Μεταφράσεις: rasp, raspen, schraper, gekras