Αρχή στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αρχή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
начынаць, пачатак, пачало, пачаў, пачала
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχή
αρχή της δεδηλωμένης, αρχή της επαλληλίας, αρχή αναλογικότητας, αρχή της επικουρικότητας, αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αρχή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αρχή στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αρχάριος στα λευκορωσικά - пачатковец, навічок, новы карыстальнік
- αρχέγονος στα λευκορωσικά - прымітыўны, прымітыўнае, прымітыўная, наіўны, прымітыўным
- αρχίζω στα λευκορωσικά - начынаць, пачатак, пачало, пачаў, пачала
- αρχαίος στα λευκορωσικά - старажытны, старадаўні, старажытнае, старажытная
Τυχαίες λέξεις
Αρχή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: начынаць, пачатак, пачало, пачаў, пачала
Μεταφράσεις: начынаць, пачатак, пачало, пачаў, пачала