Δηλητηρίαση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δηλητηρίαση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атручэнне, атручванне, атручанне, атручваньне, атручаньне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δηλητηρίαση
δηλητηρίαση απο αυγό, δηλητηρίαση σκύλου, δηλητηρίαση από μύδια, δηλητηρίαση από νερό, δηλητηρίαση γάτας, δηλητηρίαση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δηλητηρίαση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δεύτερος στα λευκορωσικά - сэкунда, другі, другой
- δηκτικός στα λευκορωσικά - знішчальны, знішчае
- δηλητηριώδης στα λευκορωσικά - атрутны, ядавіты, атрутнае, з'едлівае, атрутная
- δηλώνω στα λευκορωσικά - абвяшчаць, аб'яўляць
Τυχαίες λέξεις
Δηλητηρίαση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: атручэнне, атручванне, атручанне, атручваньне, атручаньне
Μεταφράσεις: атручэнне, атручванне, атручанне, атручваньне, атручаньне