Δηλητηρίαση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δηλητηρίαση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
envenenamento, intoxicação, envenenamento por, intoxicação por, intoxicações
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δηλητηρίαση
δηλητηρίαση απο αυγό, δηλητηρίαση σκύλου, δηλητηρίαση από μύδια, δηλητηρίαση από νερό, δηλητηρίαση γάτας, δηλητηρίαση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δηλητηρίαση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δεύτερος στα πορτογαλικά - momento, assento, sentar, segundo, instante, segunda, outro, ...
- δηκτικός στα πορτογαλικά - mordaz, contundente, scathing, severo, fulminante
- δηλητηριώδης στα πορτογαλικά - envenenar, venenoso, veneno, venenosa, venenosas, venenosos, tóxico
- δηλώνω στα πορτογαλικά - declaração, declarar, declinar, depor, declaram, declare, declará, ...
Τυχαίες λέξεις
Δηλητηρίαση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: envenenamento, intoxicação, envenenamento por, intoxicação por, intoxicações
Μεταφράσεις: envenenamento, intoxicação, envenenamento por, intoxicação por, intoxicações