Δυσκολία στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δυσκολία, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цяжкасць, цяжкасьць, складанасць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσκολία
δυσκολία στην κατάποση, δυσκολία εκσπερμάτωσης, δυσκολία συνώνυμο, δυσκολία αναπνοής, δυσκολία συνώνυμα, δυσκολία λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δυσκολία στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δυσκίνητος στα λευκορωσικά - грувасткі, грувасткую, масіўна, аграмадны, грувасткая
- δυσκαμψία στα λευκορωσικά - нягнуткая, нягнуткасць
- δυσκολοχώνευτος στα λευκορωσικά - dyskolochoneftos
- δυσμένεια στα λευκορωσικά - ганьба, ганьбу, сорам, позор
Τυχαίες λέξεις
Δυσκολία στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: цяжкасць, цяжкасьць, складанасць
Μεταφράσεις: цяжкасць, цяжкасьць, складанасць