Εγκαθιστώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εγκαθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўсталёўваць, усталёўваць, ўстанаўліваць, устанаўліваць, вызначаць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαθιστώ
εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εγκαθιστώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εγκαθίσταμαι στα λευκορωσικά - ўрэгуляваць, урэгуляваць
- εγκαθιδρύω στα λευκορωσικά - egkathidryo
- εγκαινιάζω στα λευκορωσικά - адчыняць, адкрыты, адкрываць
- εγκαλώ στα λευκορωσικά - вінаваціць, абвінавачваць
Τυχαίες λέξεις
Εγκαθιστώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўсталёўваць, усталёўваць, ўстанаўліваць, устанаўліваць, вызначаць
Μεταφράσεις: ўсталёўваць, усталёўваць, ўстанаўліваць, устанаўліваць, вызначаць