Εγκαθιστώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκαθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanleggen, fitten, installeren, te installeren, installeert, geïnstalleerd, installeer
Εγκαθιστώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαθιστώ

εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκαθιστώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκαθίσταμαι στα ολλανδικά - afdoen, afhandelen, vestigen, beslechten, regelen, vereffenen, verrekenen
  • εγκαθιδρύω στα ολλανδικά - fitten, aanleggen, installeren, egkathidryo
  • εγκαινιάζω στα ολλανδικά - beginner, openen, openlijk, opendoen, openmaken, open, inaugureren, ...
  • εγκαλώ στα ολλανδικά - beschuldigen, voor het gerecht dagen, dagvaarden, gerecht dagen, het gerecht dagen
Τυχαίες λέξεις
Εγκαθιστώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanleggen, fitten, installeren, te installeren, installeert, geïnstalleerd, installeer