Εγκαθιστώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εγκαθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inspirar, instalar, instale, instalar o, instalação, instala
Εγκαθιστώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαθιστώ

εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκαθιστώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εγκαθίσταμαι στα πορτογαλικά - estabelecer, sentar, ajustar, montagem, pousar, domiciliar, resolver, ...
  • εγκαθιδρύω στα πορτογαλικά - instalar, inspirar, egkathidryo
  • εγκαινιάζω στα πορτογαλικά - em, iniciar, na, aberto, inicial, debalde, no, ...
  • εγκαλώ στα πορτογαλικά - denunciar, citar, arraign, acusar, instaurar um processo
Τυχαίες λέξεις
Εγκαθιστώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inspirar, instalar, instale, instalar o, instalação, instala