Εγκαθιστώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: εγκαθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įrengti, įdiegti, diegti, įdiekite
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαθιστώ
εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εγκαθιστώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εγκαθίσταμαι στα λιθουανικά - atsiskaityti, įsikurti, išspręsti, nusistovėti, apmokėti
- εγκαθιδρύω στα λιθουανικά - egkathidryo
- εγκαινιάζω στα λιθουανικά - atidaryti, iškilmingai atidaryti, inauguruoti, Iezvanīt, iškilmingai
- εγκαλώ στα λιθουανικά - patraukti atsakomybėn, Pritraukti, Inkryminować, Pasmerkti, kaltinti
Τυχαίες λέξεις
Εγκαθιστώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įrengti, įdiegti, diegti, įdiekite
Μεταφράσεις: įrengti, įdiegti, diegti, įdiekite