Εγκλείω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εγκλείω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
закрываць, зачыняць, заплюшчваць, закрывать
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλείω
εγκλείω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εγκλείω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικό στα λευκορωσικά - ход, хаду
- εγκεφαλικός στα λευκορωσικά - цэрэбральны
- εγκλεισμός στα λευκορωσικά - інкапсуляцыя, інкаплюсацыя
- εγκληματίας στα λευκορωσικά - крымінальная, крымінальную, крымінальны, крымінальнае
Τυχαίες λέξεις
Εγκλείω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: закрываць, зачыняць, заплюшчваць, закрывать
Μεταφράσεις: закрываць, зачыняць, заплюшчваць, закрывать