Εγκλείω στα τσεχικά
Μετάφραση: εγκλείω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zhustit, obalit, dát do sádry
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλείω
εγκλείω λεξικό γλώσσας τσεχικά, εγκλείω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικό στα τσεχικά - hladit, záchvat, dopad, rána, tep, škrt, bití, ...
- εγκεφαλικός στα τσεχικά - intelektuální, mozkový, cerebrální, mozková, mozkové
- εγκλεισμός στα τσεχικά - internace, internování, zapouzdření, Encapsulation, Uzavření, Zátkovací, Enkapsulace
- εγκληματίας στα τσεχικά - provinilec, trestní, zločinec, zločinný, kriminální, trestný, viník, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκλείω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zhustit, obalit, dát do sádry
Μεταφράσεις: zhustit, obalit, dát do sádry