Εγκλείω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εγκλείω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encaixotar, EnCase, encerre, o EnCase, encerram
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλείω
εγκλείω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκλείω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικό στα πορτογαλικά - procurar, curso, acariciar, golpe, apoplexia, acidente vascular cerebral, AVC
- εγκεφαλικός στα πορτογαλικά - cerebral, cerebrais
- εγκλεισμός στα πορτογαλικά - Encapsulation, encapsulamento, Encapsulação, A encapsulação, de encapsulamento
- εγκληματίας στα πορτογαλικά - criminal, criminoso, penal, criminosa, criminais
Τυχαίες λέξεις
Εγκλείω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: encaixotar, EnCase, encerre, o EnCase, encerram
Μεταφράσεις: encaixotar, EnCase, encerre, o EnCase, encerram