Κάτοχος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κάτοχος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трымальнік, держатель
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάτοχος
κάτοχοσ άδειασ υπηρεσιών ασφαλείασ security, κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης, κάτοχος τηλεφωνικού αριθμού, κάτοχος διπλώματος οδήγησης, κάτοχος voucher, κάτοχος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κάτοχος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κάτισχνος στα λευκορωσικά - змардаваны, змучаны, зняможаны, стомлены
- κάτοικος στα λευκορωσικά - рэзідэнт, з'яўляецца рэзiдэнтам
- κάτω στα λευκορωσικά - панчоха, пагорак, нiзкi, ўніз, уніз
- κάψουλα στα λευκορωσικά - капсула
Τυχαίες λέξεις
Κάτοχος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: трымальнік, держатель
Μεταφράσεις: трымальнік, держатель