Κάτοχος στα πολωνικά

Μετάφραση: κάτοχος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
właściciel, lokator, użytkownik, armator, okupant, posiadacz, mieszkaniec, uchwyt, oprawka, posiadaczem
Κάτοχος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάτοχος

κάτοχοσ άδειασ υπηρεσιών ασφαλείασ security, κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης, κάτοχος τηλεφωνικού αριθμού, κάτοχος διπλώματος οδήγησης, κάτοχος voucher, κάτοχος λεξικό γλώσσας πολωνικά, κάτοχος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κάτισχνος στα πολωνικά - nieszczęśliwy, nagi, nędzny, chudy, mizerny, wychudzony, haggard, ...
  • κάτοικος στα πολωνικά - naleciałość, mieszkający, obywatel, użytkownik, rezydent, rezydentny, mieszkaniec, ...
  • κάτω στα πολωνικά - paść, meszek, przełamywać, stos, dół, wydma, wyłączać, ...
  • κάψουλα στα πολωνικά - kapsuła, kapsułka, torebka, kapsułki, kapsułkę
Τυχαίες λέξεις
Κάτοχος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: właściciel, lokator, użytkownik, armator, okupant, posiadacz, mieszkaniec, uchwyt, oprawka, posiadaczem