Καύση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καύση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спальванне, спальвання, спальваньне, да спальвання
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύση
καύση νεκρών, καύση βιοαερίου, καύση καλίου στον αέρα, καύση απορριμμάτων, καύση βιομάζας, καύση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καύση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- καψαλίζω στα λευκορωσικά - апёк, абпаліна
- καύκαλο στα λευκορωσικά - шчыток
- καύσιμα στα λευκορωσικά - паліва
- καύσιμο στα λευκορωσικά - гаручы
Τυχαίες λέξεις
Καύση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: спальванне, спальвання, спальваньне, да спальвання
Μεταφράσεις: спальванне, спальвання, спальваньне, да спальвання