Καύση στα ολλανδικά
Μετάφραση: καύση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbranding, brandend, branden, brandende, verbranden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύση
καύση νεκρών, καύση βιοαερίου, καύση καλίου στον αέρα, καύση απορριμμάτων, καύση βιομάζας, καύση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καύση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καψαλίζω στα ολλανδικά - verschroeien, schroeien, verzengen, bijten, bijtend bekritiseren
- καύκαλο στα ολλανδικά - schedel, schild, rugschild, schaal, carapace, kopborststuk
- καύσιμα στα ολλανδικά - brandstof, stookmateriaal, brandstoffen, brandstofverbruik, splijtstof, benzine
- καύσιμο στα ολλανδικά - stookmateriaal, brandstof, brandbaar, brandbare, ontvlambare, ontvlambaar, ontbrandbaar
Τυχαίες λέξεις
Καύση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verbranding, brandend, branden, brandende, verbranden
Μεταφράσεις: verbranding, brandend, branden, brandende, verbranden