Μάτι στα εσθονικά

Μετάφραση: μάτι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
silm, rõngas, kese, helisema, ring, pilk, silma, silmade, silmaga, eye
Μάτι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάτι

μάτι γερακιού, μάτι του ώρου, μάτι αττικής, μάτι της τίγρης ιδιότητες, μάτι κουζίνας, μάτι λεξικό γλώσσας εσθονικά, μάτι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • μάσκα στα εσθονικά - maskeerima, mask, varjama, varjata, maskeerida, varjamiseks, maskeerimiseks
  • μάταιος στα εσθονικά - edev, asjatu, viljatu, asjata, asjatult, asjatud, vain
  • μάτσο στα εσθονικά - pundar, kamp, koondama, kimp, kobar, punt, hunnik
  • μάχη στα εσθονικά - lahingutegevus, sõdima, lahing, võitlema, võitlus, lahingu, lahingus, ...
Τυχαίες λέξεις
Μάτι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: silm, rõngas, kese, helisema, ring, pilk, silma, silmade, silmaga, eye