Μετριοπαθής στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μετριοπαθής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўмераны, лёгкі, слабы, умераны, ціхі
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετριοπαθής
μετριοπαθής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μετριοπαθής στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- μετρικός στα λευκορωσικά - метрыка
- μετριοπάθεια στα λευκορωσικά - умеранасць, ўмеранасць, памяркоўнасьць, ўмерана, стрыманасць
- μετριοφροσύνη στα λευκορωσικά - сціпласць, скромность, сьціпласьць
- μετριότητα στα λευκορωσικά - пасрэднасць, пасродкавасць
Τυχαίες λέξεις
Μετριοπαθής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўмераны, лёгкі, слабы, умераны, ціхі
Μεταφράσεις: ўмераны, лёгкі, слабы, умераны, ціхі