Νοικιάζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: νοικιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арэнда, Аренда
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοικιάζω
νοικιάζω english, νοικιάζω αυτοκίνητο, νοικιάζω τη γυναίκα μου, νοικιάζω σπίτι, νοικιάζω σπίτι στο ηράκλειο, νοικιάζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, νοικιάζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- νοιάζομαι στα λευκορωσικά - матерыя, сыход, догляд, адыход
- νοικάρης στα λευκορωσικά - пастаялец, постоялец, госць, версіяй пастаялец, Пастаялец Пастаялец
- νοικοκύρης στα λευκορωσικά - хатняя гаспадыня, домохозяйка, хатняя
- νομίζω στα λευκορωσικά - думаць
Τυχαίες λέξεις
Νοικιάζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: арэнда, Аренда
Μεταφράσεις: арэнда, Аренда