Νοικιάζω στα σουηδικά
Μετάφραση: νοικιάζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
leja, hyra, hyran, uthyrning, uthyres, hyres
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοικιάζω
νοικιάζω english, νοικιάζω αυτοκίνητο, νοικιάζω τη γυναίκα μου, νοικιάζω σπίτι, νοικιάζω σπίτι στο ηράκλειο, νοικιάζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, νοικιάζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- νοιάζομαι στα σουηδικά - ämne, stoff, sak, ärende, ting, materia, angelägenhet, ...
- νοικάρης στα σουηδικά - arrendator, hyresgäst, Roomer, enrummare
- νοικοκύρης στα σουηδικά - värd, hemmafru, Homemaker, Maker
- νομίζω στα σουηδικά - anta, tänka, mena, tycka, tror, tycker, tror att, ...
Τυχαίες λέξεις
Νοικιάζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: leja, hyra, hyran, uthyrning, uthyres, hyres
Μεταφράσεις: leja, hyra, hyran, uthyrning, uthyres, hyres