Νοικιάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: νοικιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
найняти, наймання, оренда, наймати, орендувати, Аренда, прокат, здам
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοικιάζω
νοικιάζω english, νοικιάζω αυτοκίνητο, νοικιάζω τη γυναίκα μου, νοικιάζω σπίτι, νοικιάζω σπίτι στο ηράκλειο, νοικιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, νοικιάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- νοιάζομαι στα ουκρανικά - поплутаний, переплутаний, спутаний, догляд, відхід, вихід, те що
- νοικάρης στα ουκρανικά - найняти, орендувати, наймачі, орендар, наймати, постоялець, пожилець, ...
- νοικοκύρης στα ουκρανικά - прісноводний, домогосподарка, домохозяйка
- νομίζω στα ουκρανικά - знаходити, зчитати, гадати, подумати, находити, думати
Τυχαίες λέξεις
Νοικιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: найняти, наймання, оренда, наймати, орендувати, Аренда, прокат, здам
Μεταφράσεις: найняти, наймання, оренда, наймати, орендувати, Аренда, прокат, здам