Πρόσκοπος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: πρόσκοπος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разведчык, выведнік, разьведчык
Πρόσκοπος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσκοπος

πρόσκοπος του κόσμου, τελευταίος πρόσκοπος, πρόσκοπος έθνους, πρόσκοπος με το ζορι, πρόσκοπος στα αγγλικα, πρόσκοπος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πρόσκοπος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • πρόσκαιρος στα λευκορωσικά - непастаянны, нясталы, непастаяннае
  • πρόσκληση στα λευκορωσικά - запрашэнне, запрашэньне
  • πρόσληψη στα λευκορωσικά - занятасць, занятасьць
  • πρόσμειξη στα λευκορωσικά - прымешка, дамесак, прымешку, дамешку, прымесь
Τυχαίες λέξεις
Πρόσκοπος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: разведчык, выведнік, разьведчык