Πρόσκοπος στα ουγγρικά
Μετάφραση: πρόσκοπος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cserkész, felderítő, Scout, felderítője, cserkészet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσκοπος
πρόσκοπος του κόσμου, τελευταίος πρόσκοπος, πρόσκοπος έθνους, πρόσκοπος με το ζορι, πρόσκοπος στα αγγλικα, πρόσκοπος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πρόσκοπος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πρόσκαιρος στα ουγγρικά - nem állandó, átmeneti, mulandó, állandótlan, impermanent
- πρόσκληση στα ουγγρικά - meghívás, meghívást, meghívó, meghívására, felhívásban
- πρόσληψη στα ουγγρικά - újoncozás, felépülés, foglalkoztatás, foglalkoztatási, a foglalkoztatás, foglalkoztatottság, foglalkoztatásra
- πρόσμειξη στα ουγγρικά - adalékanyag, ráadás, hozzáadás, hozzákeverés, szennyező, szennyeződés, szennyezőt
Τυχαίες λέξεις
Πρόσκοπος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: cserkész, felderítő, Scout, felderítője, cserkészet
Μεταφράσεις: cserkész, felderítő, Scout, felderítője, cserkészet