Άνοστος στα λιθουανικά
Μετάφραση: άνοστος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neapsisprendęs, Lurowaty, blankus, išskydęs, Neizteiksmīgs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνοστος
άγνωστος συνωνυμα, άνοστος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, άνοστος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- άνοιξη στα λιθουανικά - pašokti, šaltinis, verdenė, versmė, spyruoklė, pavasaris, pavasarį, ...
- άνομος στα λιθουανικά - nežabotas, nelegaliomis, Samowolny, Anarchiczny, Ne paklūsta įstatymams
- άντληση στα λιθουανικά - siurbimo, siurblinės, sausinimo, pumpavimo, išsiurbimo
- άντρας στα λιθουανικά - vyrukas, vaikinas, vyras, žmogus, vyro, moteris
Τυχαίες λέξεις
Άνοστος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: neapsisprendęs, Lurowaty, blankus, išskydęs, Neizteiksmīgs
Μεταφράσεις: neapsisprendęs, Lurowaty, blankus, išskydęs, Neizteiksmīgs