Άνοστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: άνοστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
poeslief, flauw, slap, slappe, halfzachte, besluiteloos, weifelachtig
Άνοστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνοστος

άγνωστος συνωνυμα, άνοστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άνοστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άνοιξη στα ολλανδικά - ontspringen, lente, kwel, voorjaar, springveer, bron, opwellen, ...
  • άνομος στα ολλανδικά - wetteloos, wetteloze, lawless, wettelozen, wetteloosheid
  • άντληση στα ολλανδικά - pompen, pompende, verpompen, het pompen, pomp
  • άντρας στα ολλανδικά - samen, knaap, maat, kameraad, vent, partner, aaneen, ...
Τυχαίες λέξεις
Άνοστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: poeslief, flauw, slap, slappe, halfzachte, besluiteloos, weifelachtig