Άνοστος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άνοστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insosso, fraco, insípido, indecisos, aguado
Άνοστος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνοστος

άγνωστος συνωνυμα, άνοστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άνοστος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άνοιξη στα πορτογαλικά - manancial, primavera, corda, abrir, difundir, nascente, fonte, ...
  • άνομος στα πορτογαλικά - sem lei, ilegal, lawless, iníquo, anárquica
  • άντληση στα πορτογαλικά - bombeamento, bombagem, de bombeamento, bombear, bombeamento de
  • άντρας στα πορτογαλικά - camarada, rapaz, homem, finja, companheiro, menino, o homem, ...
Τυχαίες λέξεις
Άνοστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: insosso, fraco, insípido, indecisos, aguado