Αναβάλλω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αναβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atidėti, gardas, vilkinti, prekystalis, perdarynė, būdelė
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβάλλω
αναβάλλω προταση, αναβάλλω αρχικοι χρονοι, αναβάλλω ή αναβάλω, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω παρατατικός, αναβάλλω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναβάλλω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναίσχυντα στα λιθουανικά - begėdiškai
- αναβάθμιση στα λιθουανικά - patobulinti, atnaujinti, atnaujinimas, atnaujinimo, atnaujinimą
- αναβάτης στα λιθουανικά - keleivis, keleivinis, žokėjus, gudrumu, Jockey, menestrelis
- αναβίωση στα λιθουανικά - atgimimas, atgimimo, atgaivinimas, atgimimą, atgaivinti
Τυχαίες λέξεις
Αναβάλλω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atidėti, gardas, vilkinti, prekystalis, perdarynė, būdelė
Μεταφράσεις: atidėti, gardas, vilkinti, prekystalis, perdarynė, būdelė