Αποδεικνύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αποδεικνύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikrinti, įrodyti, įrodo, pasirodyti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεικνύω
αποδεικνύω λεξικό, αποδεικνύω αρχικοι χρονοι, αναδεικνύω αγγλικα, αποδεικνύω αντωνυμα, αποδεικνύω αοριστος, αποδεικνύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποδεικνύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αποδίδω στα λιθουανικά - savybė, vaidinti, požymis, skirti, atributas, atributo, atributą, ...
- αποδείξεις στα λιθουανικά - įrodymas, įrodymų, įrodymai, įrodymus
- αποδεκατίζω στα λιθουανικά - dešimtinę, Decimēt, Atsižvelgti dešimtinę, Bausmė kas dešimtas, Dziesiątkować
- αποδεκτός στα λιθουανικά - priimtinas, priimtinu, priimtina, priimtini
Τυχαίες λέξεις
Αποδεικνύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tikrinti, įrodyti, įrodo, pasirodyti
Μεταφράσεις: tikrinti, įrodyti, įrodo, pasirodyti