Αποδεικνύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποδεικνύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comprovar, assinalar, provar, ensaiar, experimentar, apresentar, demonstre, demolir, orgulhoso, mostrar, demonstrar, revelar, prova
Αποδεικνύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεικνύω

αποδεικνύω λεξικό, αποδεικνύω αρχικοι χρονοι, αναδεικνύω αγγλικα, αποδεικνύω αντωνυμα, αποδεικνύω αοριστος, αποδεικνύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποδεικνύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποδίδω στα πορτογαλικά - fazer, actuar, atributos, apresentar, designar, atribua, atributo, ...
  • αποδείξεις στα πορτογαλικά - constatar, evidenciar, provar, evidência, prova, provas, evidências, ...
  • αποδεκατίζω στα πορτογαλικά - dizimar, dizimam, dizimar as, dizimá, dizimará
  • αποδεκτός στα πορτογαλικά - aceitável, admissível, admissíveis, admissibilidade
Τυχαίες λέξεις
Αποδεικνύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: comprovar, assinalar, provar, ensaiar, experimentar, apresentar, demonstre, demolir, orgulhoso, mostrar, demonstrar, revelar, prova