Αστράφτω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αστράφτω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
palengvinti, apšviesti, pašviesinti, Palengvinant, sušvelninti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αστράφτω
αστράφτω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αστράφτω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αστοχώ στα λιθουανικά - panelė, mergaitė, mergina, praleisti, nepavykęs, miss
- αστράγαλος στα λιθουανικά - kulkšnis, čiurnos, kulkšnies, kulkšnių, ankle
- αστραπές στα λιθουανικά - žaibas, žaibo, nuo žaibo, lightning, apšvietimas
- αστραφτερός στα λιθουανικά - Šviesus ir, Ryškus ir, šviesūs ir, ryškios ir
Τυχαίες λέξεις
Αστράφτω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: palengvinti, apšviesti, pašviesinti, Palengvinant, sušvelninti
Μεταφράσεις: palengvinti, apšviesti, pašviesinti, Palengvinant, sušvelninti