Αστράφτω στα τούρκικα

Μετάφραση: αστράφτω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hafifletmek, aydınlatmak, açıklaştırmak, açmak, rengini
Αστράφτω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστράφτω

αστράφτω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αστράφτω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αστοχώ στα τούρκικα - bayan, vuramamak, kaçırmak, kız, özledim, da özledim
  • αστράγαλος στα τούρκικα - ayak bileği, bileği, bilek, ayak, ayak bile¤i
  • αστραπές στα τούρκικα - şimşek, yıldırım, Lightning, yıldırımdan, aydınlatma
  • αστραφτερός στα τούρκικα - parlak, Bright, aydınlık, parlak bir
Τυχαίες λέξεις
Αστράφτω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hafifletmek, aydınlatmak, açıklaştırmak, açmak, rengini