Αστράφτω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αστράφτω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
iluminar, aliviar, clarear, aligeirar, ilumine
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αστράφτω
αστράφτω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αστράφτω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αστοχώ στα πορτογαλικά - faltar, falta, rapariga, falhar, menina, garota, trair, ...
- αστράγαλος στα πορτογαλικά - tornozelo, artelho, do tornozelo, de tornozelo, no tornozelo, tornozelos
- αστραπές στα πορτογαλικά - levemente, relâmpago, raio, corisco, raios, relâmpagos, um raio
- αστραφτερός στα πορτογαλικά - brilhante, brilhantes, luminosos, branco brilhante, Cor
Τυχαίες λέξεις
Αστράφτω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: iluminar, aliviar, clarear, aligeirar, ilumine
Μεταφράσεις: iluminar, aliviar, clarear, aligeirar, ilumine