Εκβιάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εκβιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lupti, nupurtyti, apsiprasti, krėsti, iškrėsti, nugriauti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκβιάζω
εκβιάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εκβιάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εκατονταετηρίδα στα λιθουανικά - šimtmetis, amžius, Centenary, šimtmetį, šimtosioms, Šimtmečių
- εκατόν στα λιθουανικά - šimtas, šimtai, šimtus, šimtų, šimtą
- εκβιασμός στα λιθουανικά - prievartavimas, turto prievartavimas, turto prievartavimu, turto prievartavimo, turto prievartavimą
- εκδήλωση στα λιθουανικά - apraiška, pasireiškimas, išraiška, manifestacija, apraiškas
Τυχαίες λέξεις
Εκβιάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: lupti, nupurtyti, apsiprasti, krėsti, iškrėsti, nugriauti
Μεταφράσεις: lupti, nupurtyti, apsiprasti, krėsti, iškrėsti, nugriauti