Επαναστατώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: επαναστατώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sukilėlių, maištininkas, maištauti, sukilėlis, sukilti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαναστατώ
επαναστατώ συνώνυμα, σέχτα επαναστατώ, επαναστατώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επαναστατώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επαναστάτης στα λιθουανικά - sukilėlių, maištininkas, maištauti, sukilėlis, sukilti
- επαναστατικός στα λιθουανικά - revoliucinis, revoliucinės, revoliucinė, revoliucinga, revoliucinį
- επαναφέρω στα λιθουανικά - atkurti, atstatyti, atkūrimo, vėl, grąžinti
- επαναφορά στα λιθουανικά - naujo, iš naujo, naujo nustatyti, atstatyti, atkurti
Τυχαίες λέξεις
Επαναστατώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sukilėlių, maištininkas, maištauti, sukilėlis, sukilti
Μεταφράσεις: sukilėlių, maištininkas, maištauti, sukilėlis, sukilti