Καθιερώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: καθιερώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kanonizuoti, šventuoju, Kanonizuotos, Kanonizować, Kanonizēt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιερώνω
καθιερώνω συνώνυμα, καθιερώνω αγγλικά, καθιερώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθιερώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καθησυχάζω στα λιθουανικά - nuraminti, Raminančią, Nomierināt, Uspokajać
- καθησύχαση στα λιθουανικά - perdraudimas, tai dar kartą
- καθιστικός στα λιθουανικά - sėdimas, nejudrus, sėslaus, sėdimas gyvenimo, sėslus
- καθιστώ στα λιθουανικά - padaryti, teikti, tapti, teikia, taptų
Τυχαίες λέξεις
Καθιερώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kanonizuoti, šventuoju, Kanonizuotos, Kanonizować, Kanonizēt
Μεταφράσεις: kanonizuoti, šventuoju, Kanonizuotos, Kanonizować, Kanonizēt