Καθιερώνω στα σλοβενικά
Μετάφραση: καθιερώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
založit, ustanovit, Kanonizovati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιερώνω
καθιερώνω συνώνυμα, καθιερώνω αγγλικά, καθιερώνω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, καθιερώνω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- καθησυχάζω στα σλοβενικά - pomirim, Stišati
- καθησύχαση στα σλοβενικά - zagotovilo,, pomirjanja, pozavarovanjem, pozavarovanja, tolažba
- καθιστικός στα σλοβενικά - sedeč, sedeči, sedeče, sedentary, sedentarnih
- καθιστώ στα σλοβενικά - postanejo, postane, onemogočijo, postala, postal
Τυχαίες λέξεις
Καθιερώνω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: založit, ustanovit, Kanonizovati
Μεταφράσεις: založit, ustanovit, Kanonizovati