Καθιερώνω στα δανικά
Μετάφραση: καθιερώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
oprette, kanonisere, at kanonisere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιερώνω
καθιερώνω συνώνυμα, καθιερώνω αγγλικά, καθιερώνω λεξικό γλώσσας δανικά, καθιερώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- καθησυχάζω στα δανικά - tranquilize, beroligende, beroligende medikamenter, virke beroligende, beroligende på
- καθησύχαση στα δανικά - tryghed, forsikring, beroligelse, forsikring om, sikkerhed for
- καθιστικός στα δανικά - stillesiddende, fastboende, stillesiddende arbejde, med stillesiddende arbejde
- καθιστώ στα δανικά - gøre, gør, yde, gengive, gøre det
Τυχαίες λέξεις
Καθιερώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: oprette, kanonisere, at kanonisere
Μεταφράσεις: oprette, kanonisere, at kanonisere