Καθιερώνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: καθιερώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kanonizál, szentté avat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιερώνω
καθιερώνω συνώνυμα, καθιερώνω αγγλικά, καθιερώνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθιερώνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καθησυχάζω στα ουγγρικά - megnyugtat
- καθησύχαση στα ουγγρικά - viszontbiztosítás, felbátorítás, megnyugtatás, viszontbiztosítási, megnyugtató, biztosítékot
- καθιστικός στα ουγγρικά - nyugvó, tanácskozó, kotló, ülésezés, ülő, mozgásszegény, az ülő, ...
- καθιστώ στα ουγγρικά - render, teszi, teszik, tehetik, tétele
Τυχαίες λέξεις
Καθιερώνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kanonizál, szentté avat
Μεταφράσεις: kanonizál, szentté avat