Καθιερώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: καθιερώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
влаштовувати, розбити, установлювати, закласти, канонізувати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιερώνω
καθιερώνω συνώνυμα, καθιερώνω αγγλικά, καθιερώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθιερώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καθησυχάζω στα ουκρανικά - запевнення, заспокоювати
- καθησύχαση στα ουκρανικά - завірення, засвідчення, запевнення, посвідчення, запевняння
- καθιστικός στα ουκρανικά - зміна, сеанс, сивий, сидіння, сидячий, засідання
- καθιστώ στα ουκρανικά - розщеплювати, відриватися, розколювати, роздирати, надавати, чинити, робити, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθιερώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: влаштовувати, розбити, установлювати, закласти, канонізувати
Μεταφράσεις: влаштовувати, розбити, установлювати, закласти, канонізувати