Καθιερώνω στα σουηδικά

Μετάφραση: καθιερώνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
upprätta, etablera, bilda, kanonisera, helgonförklara
Καθιερώνω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθιερώνω

καθιερώνω συνώνυμα, καθιερώνω αγγλικά, καθιερώνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, καθιερώνω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • καθησυχάζω στα σουηδικά - tranquilize
  • καθησύχαση στα σουηδικά - trygghet, försäkran, uppmuntran, tillförsikt, försäkra
  • καθιστικός στα σουηδικά - stillasittande, sedentary, bofasta, stilla, inaktiva
  • καθιστώ στα σουηδικά - göra, render, gör, framför, återge
Τυχαίες λέξεις
Καθιερώνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: upprätta, etablera, bilda, kanonisera, helgonförklara