Κοπή στα λιθουανικά
Μετάφραση: κοπή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kirpti, pjovimas, pjaustymas, pjaustymo, pjovimo, štampavimas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπή
κοπή δέντρων νομοθεσία, κοπή δέντρων, κοπή κρέατος, κοπή ψηλών δέντρων, κοπή laser, κοπή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κοπή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κοπάδι στα λιθουανικά - kaimenė, banda, bandos, bandą, bandų
- κοπάζω στα λιθουανικά - sumažinti, aptašyti, atsimėtėti, atšipinti, aprimti
- κοπανίζω στα λιθουανικά - svaras, pliekti, tėkštis, Machnąć, Ciachać, Pacnąć
- κοπιάζω στα λιθουανικά - darbas, triūsas, plūktis, Dėmė, Atlikti sudėtingą darbą, Žvynelinė darbas, Nopūlēties
Τυχαίες λέξεις
Κοπή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kirpti, pjovimas, pjaustymas, pjaustymo, pjovimo, štampavimas
Μεταφράσεις: kirpti, pjovimas, pjaustymas, pjaustymo, pjovimo, štampavimas