Κοπή στα τούρκικα
Μετάφραση: κοπή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
azaltmak, indirmek, kesme, kesim, kesici, kesilmiş, kesimi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπή
κοπή δέντρων νομοθεσία, κοπή δέντρων, κοπή κρέατος, κοπή ψηλών δέντρων, κοπή laser, κοπή λεξικό γλώσσας τούρκικα, κοπή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κοπάδι στα τούρκικα - sürü, grup, sürüsü, herd, sürünün
- κοπάζω στα τούρκικα - azalmak, Abate, azaltmak, dindirmek, hafiflemek
- κοπανίζω στα τούρκικα - darbe, pat küt vurma, vuruş, pat küt vurmak, dövmek
- κοπιάζω στα τούρκικα - didinmek, yakacak, eşyanın, Artıklar, miktarda musluk
Τυχαίες λέξεις
Κοπή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: azaltmak, indirmek, kesme, kesim, kesici, kesilmiş, kesimi
Μεταφράσεις: azaltmak, indirmek, kesme, kesim, kesici, kesilmiş, kesimi