Κρεμώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: κρεμώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasikarti, padvisinti, iškarstyti, iškabėti, karstyti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρεμώ
ρημα κρεμώ, κρεμώ συνώνυμα, κρεμώ συνώνυμο, κρεμώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κρεμώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κρεμιέμαι στα λιθουανικά - kremas, grietinėlė, grietinėlės, grietinė, kremo
- κρεμμύδι στα λιθουανικά - svogūnas, svogūnai, svogūnų, svogūno, svogūną
- κρεοπώλης στα λιθουανικά - mėsininkas, mėsininko, budelis, kraipyti, papjauti
- κρεπ στα λιθουανικά - krepas, krepo, krepinio, crepe, lietinis
Τυχαίες λέξεις
Κρεμώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pasikarti, padvisinti, iškarstyti, iškabėti, karstyti
Μεταφράσεις: pasikarti, padvisinti, iškarstyti, iškabėti, karstyti