Ορυχείο στα λιθουανικά

Μετάφραση: ορυχείο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karjeras, duobė, skaldykla, pragaras, mano, minų, kasyklos, kasykla, mine
Ορυχείο στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορυχείο

ορυχείο μαυροπηγής, ορυχείο ίψεν, ορυχείο στην τουρκία, ορυχείο χρυσού χαλκιδική, ορυχείο πεδίου αμυνταίου, ορυχείο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ορυχείο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ορυκτολογία στα λιθουανικά - mineralogija, mineralogijos
  • ορυκτό στα λιθουανικά - rūda, mineralinis, mineralinio, mineralinės, mineralinių, mineralinė
  • ορφανοτροφείο στα λιθουανικά - našlaitystė, Sērdienība, našlaičių, vaikų prieglaudai, našlaičių globai
  • ορφανός στα λιθουανικά - našlaitis, našlaičių, nenustatytų autorių teisių kūriniu, našlaičio, našlaičiui
Τυχαίες λέξεις
Ορυχείο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: karjeras, duobė, skaldykla, pragaras, mano, minų, kasyklos, kasykla, mine