Πρωτόγονος στα λιθουανικά
Μετάφραση: πρωτόγονος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
primityvus, primityvios, primityvi, primityvūs, primityvusis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρωτόγονος
πρωτόγονος συνώνυμα, πρωτόγονος άνθρωπος, πρωτόγονος ετυμολογία, πρωτόγονος παλεύει με κροκόδειλο, πρωτόγονος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πρωτόγονος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πρωτοπόρος στα λιθουανικά - pradininkas, pionierius, PIONEER, pradininkė, pirmauja
- πρωτοτυπία στα λιθουανικά - originalumas, originalumą, originalumu, originalumo, savitumas
- πρωτότυπο στα λιθουανικά - prototipas, originalus, originalas, originalią, originalą, originalo
- πρωτότυπος στα λιθουανικά - originalus, originalas, originalią, originalą, originalo
Τυχαίες λέξεις
Πρωτόγονος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: primityvus, primityvios, primityvi, primityvūs, primityvusis
Μεταφράσεις: primityvus, primityvios, primityvi, primityvūs, primityvusis